- προγεγαμηκότων
- πρό-γαμέωD Deor.perf part act masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προγαμώ — έω, Α 1. συνευρίσκομαι ερωτικά με τη νύφη πριν από τον γάμο («ὅς γε προεγάμει μὲν παρεισιὼν εἰς τὸ δωμάτιον τὰς νυμφοστοληθείσας», Στράβ.) 2. νυμφεύομαι πρώτος ή πρωτύτερα («κοινὸν δὲ τῶν ἤδη προγεγαμηκότων Μακεδόνων γάμον καλὸν ἑστιάσας... τά τε … Dictionary of Greek